περιτριγυρίζω

περιτριγυρίζω
ΝΜ
1. γυρίζω, περπατώ εδώ κι εκεί σε έναν χώρο
2. (για πλήθος ανθρώπων) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον
νεοελλ.
1. περιφράζω
2. τριγυρίζω κάποιον για να επιτύχω κάτι («τήν περιτριγυρίζουν πολλοί γαμπροί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τριγυρίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1790 στον Ρ. Βελεστενλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιτριγυρίζω — περιτριγυρίζω, περιτριγύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιτριγυρίζω — περιτριγύρισα, περιτριγυρίστηκα, περιτριγυρισμένος 1. περιφράζω, κλείνω γύρω γύρω: Περιτριγύρισα τον κήπο με σύρμα. 2. μτφ., περιφέρομαι γύρω από κάτι, φέρνω γύρα, πολιορκώ κάποιον για να πετύχω κάτι: Την περιτριγυρίζουν πολλοί γαμπροί την κόρη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμφέρχομαι — ἀμφέρχομαι (Α) (στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἔρχομαι] …   Dictionary of Greek

  • δορυφορώ — (AM δορυφορῶ, έω) είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας νεοελλ. ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον μσν. 1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω αρχ. 1. είμαι οπλισμένος με δόρυ 2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω 3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου 4.… …   Dictionary of Greek

  • ζαλαίνω — (ΑΜ) μσν. περιτριγυρίζω, περιδιαβαίνω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μωραίνω» …   Dictionary of Greek

  • κλωθογυρίζω — (Μ κλωθογυρίζω) 1. στριφογυρίζω, γυρίζω γύρω γύρω από κάτι 2. τριγυρνώ, περιφέρομαι («όλη την ημέρα κλωθογυρίζει στα καφενεία και στις πλατείες») νεοελλ. 1. περιτριγυρίζω κάποιον ή πολιορκώ κάποιον ερωτικά 2. φρ. «τά κλωθογυρίζει» μιλά με… …   Dictionary of Greek

  • κυκλάζω — (Α) [κύκλος] περιβάλλω, περιτριγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • κυκλώ — (I) κυκλῶ, έω (Α) [κύκλος] 1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.) 3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ ἴσαι», Σοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώνω — (AM κυκλῶ, όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος] 1. περιβάλλω απ όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω (« Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.) 2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας Αρει… …   Dictionary of Greek

  • ολογυρίζω — [ολόγυρα] ολογυρνώ, περιτριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”